δεντρογαλιά
Смотреть что такое "δεντρογαλιά" в других словарях:
δεντρογαλιά — και δενδρογαλή, η 1. ονομασία διαφόρων ανιοβόλων φιδιών 2. δενδρογαλή μικρό εντομοφάγο Θηλαστικό τής ινδομαλαισιανής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρογαλή < δένδρον + γαλή «γάτα»] … Dictionary of Greek
δεντρογαλιά — η είδος φιδιού που σκαρφαλώνει στα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδρογαλή — η βλ. δεντρογαλιά … Dictionary of Greek
δεντροφίδα — η η δεντρογαλιά … Dictionary of Greek
ζαμενής — ο (Α ζαμενής, ές, ποιητ. επίθ.) 1. πολύ ανδρείος, πολύ δυνατός, ορμητικότατος 2. βίαιος, δυσμενής («ζαμενής λόγος», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ζαμενές με ανδρεία, δυνατά νεοελλ. ζωολ. ζαμενής ως ουσ. το φίδι δεντρογαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * +… … Dictionary of Greek
κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… … Dictionary of Greek